κατατηξίτεχνος

κατατηξίτεχνος
κατατηξίτεχνος [ῐ], ον,
A enfeebling his art, epith. of the artist Callimachus, Paus.1.26.7 (v.l. κακιζότεχνον), prob. in Plin.HN34.92 (calat-, catot-, codd.), and in Vitr.4.1.10 (catatechnos, catathecnos, codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατατηξίτεχνος — κατατηξίτεχνος, ον (Α) (ως επίθ. τού Καλλιμάχου) αυτός που δεν εργάζεται καλά, που εξευτελίζει την τέχνη του. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν η γρφ. δεν είναι λανθασμένη, πρόκειται για σύνθ. τού τύπου τερψί μβροτος < κατα τηξι (< κατα τήκω με μεταφορική σημ.… …   Dictionary of Greek

  • κατατηξίτεχνον — κατατηξίτεχνος enfeebling his art masc/fem acc sg κατατηξίτεχνος enfeebling his art neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”